νεωλκός — one who hauls up a ship into dock masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεωλκοί — νεωλκός one who hauls up a ship into dock masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναυς — η (ΑΜ ναῡς, Α ιων. και επικ. τ. νηῡς και δωρ. τ. νᾱς) πλοίο νεοελλ. μτφ. το μεσαίο κλίτος χριστιανικού ναού μσν. επιτραπέζιο σκεύος σε σχήμα πλοίου αρχ. 1. έμβλημα στον θυρεό που εικόνιζε αρχαϊκό πλοίο 2. (γενικά) πολεμικό πλοίο, τριήρης 3. μτφ.… … Dictionary of Greek
νεωλκία — νεωλκία, ἡ (Α) [νεωλκός] ρυμούλκηση πλοίου μέσα σε νεώριο, νεώλκηση … Dictionary of Greek
νεωλκώ — (Α νεωλκῶ, έω) [νεωλκός] 1. σύρω πλοίο στην ξηρά, έλκω πλοίο στο νεώλκιο («ποιησάμενοι δὲ τὴν απόβασιν ἐνταύθα καὶ νεωλκήσαντες», Πολυδ.) 2. μτφ. (σχετικά με ανθρώπινο σώμα) ανεβάζω («τὸ νενεωλκημένον ἐν τῇ κλίνῃ», Φιλόδ.) … Dictionary of Greek
νεώλκιο — και νεωλκείο, το (Α νεώλκιον) [νεωλκός] ναυτ. κεκλιμένο επίπεδο στην ακτογραμμή πάνω στο οποίο ανελκύονται τα μικρά πλοία για επιθεώρηση, επισκευή ή χρωματισμό τών υφάλων και καθαρισμό … Dictionary of Greek
νεωλκοῦ — νεωλκέω haul a ship up on land pres imperat mp 2nd sg (attic) νεωλκέω haul a ship up on land imperf ind mp 2nd sg (attic) νεωλκός one who hauls up a ship into dock masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεωλκῶ — νεωλκέω haul a ship up on land pres subj act 1st sg (attic epic doric) νεωλκέω haul a ship up on land pres ind act 1st sg (attic epic doric) νεωλκός one who hauls up a ship into dock masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεωλκῶν — νεωλκέω haul a ship up on land pres part act masc nom sg (attic epic doric) νεωλκός one who hauls up a ship into dock masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)